Uriah Heep live στην Ελλάδα

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 5 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ | BLOCK 33, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τιμή εισιτηρίου: 35€
Online Sales: www.ticketpro.gr

Uriah Heep – βιογραφικό σημείωμα
Ελάχιστα είναι τα γκρουπ που καταφέρνουν να παραμένουν ενεργά μετά από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες ζωής και οι Uriah Heep μπορούν να περηφανεύονται ότι είναι ένα από αυτά.
Uriah HeepΑπό το ξεκίνημα της δεκαετίας του ’70 που δημιουργήθηκαν, μέχρι σήμερα, έχουν ξεπεράσει αμέτρητες δυσκολίες όπως οι πολλές αλλαγές μελών (περίπου 40!) και η άλλοτε καχύποπτη και άλλοτε εχθρική στάση των κριτικών απέναντί τους.
Παρόλα αυτά, έχουν να επιδείξουν 5 άλμπουμ τους στο αμερικανικό top 40 και κάποια από τα πιο κλασικά ροκ κομμάτια από το ‘70 μέχρι σήμερα.
Το συγκρότημα είναι δημιούργημα του τραγουδιστή David Byron (ή David Garrick, όπως ήταν το πραγματικό του όνομα), ο οποίος απεβίωσε το 1985, και του κιθαρίστα Mick Box. Οι δυο τους πρωτοσυναντήθηκαν στους Stalkers στα μέσα της δεκαετίας του ’60 και μετά τη διάλυση του γκρουπ έφτιαξαν τους Spice με την προσθήκη του μπασίστα Paul Newton και του ντράμερ Alex Napier. Πριν οι Spice εξελιχθούν σε Uriah Heep, ηχογράφησαν ένα και μόνο single για λογαριασμό της United Artists Records. Ήταν το "What About The Music"/"In Love”.
Το όνομα των Uriah Heep προερχόταν από ένα χαρακτήρα του David Copperfiled, του κλασικού μυθιστορήματος του Charles Dickens.
Εκτός των τεσσάρων, στο γκρουπ ξεκίνησε και ο πολυτάλαντος κιθαρίστας, κιμπορντίστας και τραγουδιστής Ken Hensley, στο βιογραφικό του οποίου συναντάμε τη συμμετοχή του στους Kit And The Saracens και τη soul μπάντα Jimmy Brown Sound, αλλά και τη συνεργασία του με τον μεγάλο Mick Taylor, μετέπειτα κιθαρίστα των Rolling Stones στο γκρουπ των Gods.
Γρήγορα, ο ντράμερ Alex Napier αντικαταστάθηκε από τον Nigel "Ollie' Olsson (μετέπειτα ντράμερ του Elton John) για να ξεκινήσει η οδύσσεια ανεύρεσης ενός μόνιμου ντράμερ που στα πρώτα χρόνια των Uriah Heep ήταν και το μεγαλύτερο πρόβλημα.
Το ντεμπούτο τους “Very 'eavy ... Very "umble” κυκλοφόρησε το 1970 (στην Αμερική κυκλοφόρησε με το όνομά τους για τίτλο), ήταν ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του hard rock ήχου με επιρροές από την ηλεκτρική folk, που επικρατούσε εκείνη την περίοδο. Αμέσως μετά την κυκλοφορία ο Nigel Olsson αποχωρεί για να δώσει τη θέση του στον Keith Baker (πρώην μέλος των Bakerloo), με τον οποίο ηχογράφησαν το δεύτερο άλμπουμ τους “Salisbury”. Ούτε ο Baker, όμως, άντεξε στις πολλές περιοδείες της μπάντας και έτσι στη θέση του έρχεται ο Ian Clarke.
Στο “Salisbury” έγινε εμφανής η τάση των Uriah Heep προς το progressive rock καθώς περιείχε συνθέσεις πολύ μεγάλης διάρκειας, με πρώτο και καλύτερο το 16λεπτο ομώνυμο κομμάτι όπου συμμετείχε και μία 26μελής ορχήστρα!
Το 1971, το line-up αλλάζει και πάλι με τον Clarke να αποχωρεί από τη στοιχειωμένη θέση του ντράμερ και τον Lee Kerslake (πρώην μέλος των Gods και αυτός) να στρογγυλοκάθεται στο σκαμνάκι για να ηχογραφηθεί το τρίτο άλμπουμ “Look At Yourself”.
Την ίδια εποχή ο μάνατζέρ τους Gerry Bron ξεκινά την Bronze Records, με την ετικέτα της οποίας κυκλοφορούν το Look At Yourself, που φτάνει στο Νο 39 του βρετανικού chart για να γίνει το πρώτο τους άλμπουμ που πετυχαίνει τέτοια είσοδο.
Ωστόσο, η κατάρα των αποχωρήσεων δεν λέει να τους αφήσει, με τον Mark Clarke (πρώην μέλος των Downbeats και των Colosseum) να παίρνει τη θέση του Paul Newton στο μπάσο. Και οι αλλαγές δεν σταματούν εδώ. Ο Mark Clarke αποχωρεί μετά από τρεις μήνες και τη θέση του παίρνει ο φίλος του Gary Thain (μέλος των Keef Hartley Band). Αυτό έμελλε να αποδειχθεί το πιο σταθερό σχήμα στην ιστορία των Uriah Heep, αλλά και το πιο δημιουργικό, αφού, κατά κοινή ομολογία σημάδεψε την καλύτερη εποχή του συγκροτήματος.
Πέντε άλμπουμ κυκλοφόρησαν με αυτή τη σύνθεση, ανάμεσά τους και το κλασικό πια “Demons And Wizards”, που ήταν και το πρώτο τους που μπήκε στο αμερικανικό chart. Ακολούθησαν τα “The Magician's Birthday”, “Uriah Heep Live”, “Sweet Freedom” και “Wonderworld”. που όλα ανέβηκαν στο αμερικανικό top 40. Το 1975, ωστόσο, ο Thain διώκεται από το γκρουπ εξαιτίας του εθισμού του στα ναρκωτικά που τον καθιστούσε αναξιόπιστο. Το Σεπτέμβριο της προηγούμενης χρονιάς, άλλωστε, είχε πάθει ηλεκτροπληξία επί σκηνής στο Ντάλλας, γεγονός που δεν τον πτόησε, ωστόσο, ιδιαίτερα. Το Δεκέμβριο του 1975 πέθανε από υπερβολική δόση ηρωίνης.
Το Μάρτιο του 1975, μπασίστας του γκρουπ αναλαμβάνει ο John Wetton, πρώην μέλος των μεγάλων King Crimson και των Family, για να ηχογραφήσουν το “Return To Fantasy”, το οποίο αν και αποδείχθηκε το εμπορικότερο άλμπουμ τους στη Μ. Βρετανία, αφού ήταν το μόνο που μπήκε στο top 10, ήταν και το λιγότερο ενδιαφέρον ως τότε. Ο Wetton αποχώρησε για να πάει να παίξει με τον Bryan Ferry, αφού ηχογράφησε μαζί τους και το “High And Mighty”.
Στις αρχές του 1976, η μπάντα φτάνει στα όρια της διάλυσης, λόγω καλλιτεχνικών διαφορών, με τον Ken Hensley να χαρακτηρίζει εκείνη την περίοδο λέγοντας "ήμασταν ένα μάτσο μηχανές που πέθαιναν ". Μοιραία, ο Hensley αποχωρεί το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς για να τον ακολουθήσει και ο Byron, που σχεδόν εκδιώχθηκε. Έτσι, στο “Firefly” τα φωνητικά αναλαμβάνει ο John Lawton, πρώην μέλος των Lucifer's Friend, ενώ το μπάσο περνάει στα χέρια του Trevor Bolder που πριν έπαιζε με τον David Bowie.
Η κατάρα πια, περνάει στη θέση του τραγουδιστή, με τον John Sloman των Lone Star να βρίσκεται στο μικρόφωνο για την ηχογράφηση του “Conquest” (και φυσικά και το νέο ντράμερ Chris Slade). Αρχές δεκαετίας ’80 πια, το γκρουπ κάνει ένα σχετικά μεγάλο διάλειμμα και επιστρέφει με τους Box και Kerslake να παραμένουν, και τους John Sinclair (keyboards), Bob Daisley, πρώην μέλος των Widowmaker (μπάσο) και Peter Goalby, πρώην μέλος των Trapeze (φωνητικά). Ο Bob Daisley αποχωρεί το 1983 αμέσως μετά την κυκλοφορία του “Head First”, για να αντικατασταθεί από τον Bolder που επέστρεψε. Το 1984 η Bronze Records πτωχεύει και το συγκρότημα υπογράφει στην αμερικανική Portrait Records. Είναι η περίοδος των αλλεπάλληλων συναυλιών και περιοδειών σε όλο τον κόσμο που το 1987 τους φέρνει και στη Μόσχα, για να γίνουν η πρώτη δυτική heavy metal μπάντα που παίζει εκεί. Νέα σύνθεση για άλλη μια φορά, με τον Καναδό Bernie Shaw στα φωνητικά και τον Phil Lanzon (keyboards), πρώην μέλη των Grand Prix και οι δύο. Το συγκρότημα συνεχίζει, σε πείσμα πολλών που τους θεωρούν ξεπερασμένους πια για το χώρο του hard rock, και το 1995 κυκλοφορεί το άλμπουμ Sea Of Light κάνοντας μία μεγάλη ευρωπαϊκή περιοδεία με τον John Lawton να επιστρέφει στα φωνητικά, καθώς ο Bernie Shaw υπέφερε από φαρυγγίτιδα...
Με το line-up των Lee Kerslake, Mick Box, Bernie Shaw, Trevor Bolder, Phil Lanzon, οι Uriah Heep συνεχίζουν μέχρι σήμερα δίνοντας αμέτρητες συναυλίες που τους έχουν καθιερώσει πια ως θρύλους της βρετανικής σκηνής (κάτι ανάλογο των Grateful Dead στην Αμερική). To 2001 η μεγάλη βρετανική τους περιοδεία ήταν sold-out κλείνοντας στις 7 Δεκεμβρίου στο Λονδίνο με καλεσμένο τον John Lawton για ακόμα μία φορά, σε ένα event με τον τίτλο The Magician’s Birthday Party. Το event καθιερώνεται και το 2004 επαναλαμβάνεται στο Astoria και το Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς στο Shepherds Bush.